λογομάχος

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek (Liddell-Scott)

λογομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.

Greek Monolingual

ο (Α λογομάχος)
αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός
αρχ.
αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.

Greek Monotonic

λογομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με τα λόγια ή τις λέξεις.