μελλίρην
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek (Liddell-Scott)
μελλίρην: «μελλέφηβος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελλίρην, -ενος, ὁ (Α)
βλ. μελλείρην.
German (Pape)
= μελλείρην.