ἀκροπόλος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοιοι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].