αλληθωρίζω
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλήθωρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός].