αλληθώρισμα
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
το αλληθωρίζω
1. στραβισμός, το να είναι κανείς αλλήθωρος
2. το βλέμμα του αλλήθωρου.