ἀμυγδαλοκατάκτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A almond-cracker, Ath.2.53b.
German (Pape)
[Seite 130] ὁ, Mandelnknacker, Ath. II, 53 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδᾰλοκατάκτης: -ου, ὄργανον πρὸς θραῦσιν ἀμυγδάλων, Ἀθήν. 53Β.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cascanueces Ath.53b.
Greek Monolingual
ἀμυγδαλοκατάκτης, ο (Α)
ο αμυγδαλοθραύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυγδαλή, -ον + κατάκτης < κατάγνυμι «θρυμματίζω, κατακερματίζω, κομματιάζω»].