κομματιάζω

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

κομματιάζω) κομμάτι
διαμελίζω, τεμαχίζω, κάνω κάτι κομμάτια
νεοελλ.
μέσ. κομματιάζομαι
α) προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μου
β) υφίσταμαι υπερβολική κόπωση.