αμπαρτζής
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
ο
επιστάτης αποθήκης, αποθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. ambarci «αποθηκάριος»].