επιστάτης
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ
θηλ. ἐπιστάτις)
αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι
νεοελλ.
1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου)
2. φρ. «επιστάτης κτήματος» — ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια και όλες τις ανάγκες του κτήματος
αρχ.-μσν.
1. προστάτης
2. κριτής
3. αρχηγός, κυβερνήτης
αρχ.
1. αυτός που πλησιάζει ή στέκεται από πίσω για να ζητήσει κάτι, ο επαίτης
2. αυτός που στη γραμμή της μάχης στέκεται πίσω από κάποιον άλλο
3. εκείνος που στη σειρά έχει άρτιο αριθμό
4. αυτός που μετακινείται πάνω σε μεταφορικό μέσο (α. «ἁρμάτων ἐπιστάται», Σοφ.
β. «ἐλεφάντων ἐπιστάται», Πολ.)
5. οδηγός («ποιμνίων ἐπιστάταις», Σοφ.)
6. πρόεδρος τών αγώνων
7. επόπτης εκπαιδεύσεως
8. δάσκαλος
9. δαμαστής
10. πρόεδρος συνελεύσεως
11. πρόεδρος της βουλής και της εκκλησίας (μετά τον 4ο αιώνα)
12. επόπτης δημόσιων έργων
13. θησαυροφύλακας
14. ο πεπειραμένος, ο έμπειρος
15. χάλκινος τρίποδας όπου τοποθετούσαν τη χύτρα για να βράσουν κάτι
16. ξύλο όπου κρεμούσαν μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στάτης (< ίστημι «στέκομαι»)].