αμφίβροτος
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
Greek Monolingual
ἀμφίβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει ολόκληρο τον άνθρωπο (στον Όμ. πάντα για την ασπίδα)
2. (φρ. στη Φιλοσ.) «ἀμφίβροτος ἀσπίς», το σώμα που περιβάλλει, που κλείνει μέσα του την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -βροτος < βροτὸς «θνητός»].