Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α)
1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, του φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω
2. μέσ. ντύνομαι, φορώ
3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + ἕννυμι, ἑννύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός
μσν.- νεοελλ.
ἀμφίεσις (-η)].