ἀμφίεσμα
English (LSJ)
ἀμφιέσματος, τό, garment: pl., ἀμφιέσματα = wraps, clothes, Hp.Mul.2.133, Pl.Grg. 523d, R.381a; in anatomy, of membranes, Gal.2.554, al.
Spanish (DGE)
ἀμφιέσματος, τό
vestido, envoltura ἀμφικεκαλύφθαι ... ἀμφιέσμασιν Hp.Mul.2.133, σκεύη τε καὶ οἰκοδομήματα καὶ ἀμφιέσματα Pl.R.381a, cf. Plt.281e, D.H.3.61
•de membranas del cuerpo humano περίβλημα τῶν τενόντων Gal.2.249, cf. 264, 554, de la epidemia, Gal.2.341
•fig. envoltura del alma, e.d., el cuerpo, Pl.Grg.523d, Plot.3.6.18.
German (Pape)
[Seite 139] τό, Kleidung, Plat. Gorg. 523 d u. A.
French (Bailly abrégé)
ἀμφιέσματος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἀμφιέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίεσμα: ἀμφιέσματος τό одеяние, платье Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίεσμα: ἀμφιέσματος, τό, (ἀμφιέννυμι) ἔνδυμα: κατὰ πληθυντ. ἐνδύματα, ἱματισμός, Πλάτ. Γοργ. 523D, Πολ. 381Α.
Greek Monolingual
ἀμφίεσμα, το (Α) ἀμφιέννυμι
1. ενδυμασία, φόρεμα
2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός.
Greek Monotonic
ἀμφίεσμα: ἀμφιέσματος, τό (ἀμφιέννυμι), ένδυμα, ρούχο· στον πληθ., ρούχα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀμφιέννυμι
a garment: in plural clothes, Plat.