αναθύω
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(I)
ἀναθύω (Α)
1. ξαναθυσιάζω
2. αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θύω Ι].
(II)
ἀναθύω (Α)
αναπηδώ, αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θύω ΙΙ].