αναπηδώ

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ)
1. πηδώ προς τα επάνω
2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι
3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι
μσν.
(για φήμη) ακούγομαι έξαφνα
αρχ.
πηδώ προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πηδῶ.
ΠΑΡ. αναπήδηση (-ις) μσν.-νεοελλ. ἀναπήδημα νεοελλ. αναπηδητικός].