ὑπερασπιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who holds a shield over, protector, champion, ib.2,30, al., cf. Ph.1.374: fem. ὑπερασπ-ίστρια, ἡ, LXX 4 Ma.15.29 (-ίστεια cod.A).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερασπιστής: -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα ὑπεράνω τινός, προστάτης, πρόμαχος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερασπιστής· φύλαξ, βοηθός».