βιβλιόφιλος

Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
εκείνος που αγαπά, συλλέγει και μελετά διάφορα βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -φίλος < φίλος (πρβλ. γαλλ. bibliophile). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].