Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
γηοῦχος, -ον (Μ)αυτός που έχει γη, ο ιδιοκτήτης γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ούχος < έχω].