γνυξ
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
γνύξ επίρρ. (Α)
στα γόνατα ή με λυγισμένα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας και με κατάληξη -ξ αναλογικά προς άλλα επιρρήματα (πρβλ. λαξ, πυξ κ.ά.)].