γνυξ

From LSJ
Revision as of 08:33, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

γνύξ επίρρ. (Α)
στα γόνατα ή με λυγισμένα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας και με κατάληξη -ξ αναλογικά προς άλλα επιρρήματα (πρβλ. λαξ, πυξ κ.ά.)].