δειλιώ

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

(AM δειλιῶ, -άω) δειλία
κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός
β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῖς πολεμίοις»)
μσν.- νεοελλ.
φοβάμαι κάποιον ή κάτι («δε σε δειλιώ ουδ' εσένα», «πάλιν τὴν νύκτα δειλιᾷς»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον διστακτικό
2. (για τα μάτια) θολώνω, βουρκώνω («τρέμ' η καρδιά μου και χτυπά, τα μάτια μου δειλιούσι»).