θολώνω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
(ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) θολός
1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, το κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του
2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῖ δὲ καρδίαν», Ευρ.)
νεοελλ.-μσν.
1. (αμτβ.) γίνομαι θολός, συσκοτίζομαι, σκοτεινιάζω, γίνομαι νεφελώδης, συννεφιάζω
2. γίνομαι άγριος, αγριεύω
3. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) θολωμένος, -η, -ο
θαμπός, σκοτεινός, αυτός που δεν έχει λάμψη, σκοτεινιασμένος, συννεφιασμένος
νεοελλ.
1. αμαυρώνω, κηλιδώνω
2. φρ. α) «θολώνω τα νερά» — δημιουργώ σύγχυση για να συγκαλύψω κάτι
β) «θόλωσε το μάτι μου»
i) εξαγριώθηκα
ii) ένιωσα ζωηρή επιθυμία για κάτι, ένιωσα έντονη την έλλειψη κάποιου πράγματος
γ) «θολώνουν τα μάτια μου» — βουρκώνουν τα μάτια μου από δάκρυα.