διαγαληνίζω

Revision as of 18:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A make quite calm, τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek (Liddell-Scott)

διαγᾰληνίζω: κάμνω τι ὅλως γαλήνιον, τὰ πρόσωπα Ἀριστοφ. Ἱππ. 646.

French (Bailly abrégé)

rasséréner (le visage).
Étymologie: διά, γαλήνη.

Spanish (DGE)

(διαγᾰληνίζω) serenar, poner en calma τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek Monolingual

διαγαληνίζω (Α)
καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο.

Greek Monotonic

διαγᾰληνίζω: μέλ. -ίσω (γαλήνη), κάνω γαλήνιο, ηρεμώ, σε Αριστοφ.