ἐγκτερεΐζω

Revision as of 15:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A bury in, τύμβῳ A.R.1.1060, cf. Tryph.179.

German (Pape)

[Seite 710] τύμβῳ, darauf die Todtenopfer vollziehen, Ap. Rh. 1, 1060.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκτερεΐζω: τελῶ ἐπικηδείους τελετάς, θύω, τύμβῳ ἐνεκτερέϊξαν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1060.

Spanish (DGE)

enterrar (Κύζικον) τύμβῳ ἐνεκτερέιξαν A.R.1.1060, cf. Triph.179.

Greek Monolingual

ἐγκτερεΐζω (Α)
αποδίδω επικήδειες τιμές.