αποδίδω
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
κ. -δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω)
1. δίνω πίσω, επιστρέφω
2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι
3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω
4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό
5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω
6. αντικαθιστώ λέξη ή φράση με άλλη συνώνυμή της, ερμηνεύω
7. θεωρώ κάτι ως χαρακτηριστικό κάποιου
8. καταλογίζω σε κάποιον κάτι
9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο
μσν.- νεοελλ.
1. ανταποδίδω, δίνω ως αντάλλαγμα
2. παρέχω σε κάποιον κάτι
3. εξαντλούμαι
4. καταλήγω, καταντώ
νεοελλ.
1. μεταφράζω
2. ερμηνεύω κείμενο μουσικό ή θεατρικό
μσν.
κληροδοτώ
αρχ.-μσν.
φρ. «ἀποδίδωμι λόγον» — δίνω λόγο, λογαριασμό για κάτι
αρχ.
Ι. 1. εξηγώ
2. βεβαιώνω κάτι
3. αυξάνομαι
4. επαναλαμβάνομαι
II. (-ομαι)
1. αναφέρομαι σε κάποιον άλλον όρο
2. παραχωρώ, χαρίζω κάτι
3. νοικιάζω
4. φρ. «ἀποδίδομαι τὴν εἰσαγγελίαν» — δέχομαι δώρα για ν' αποσύρω την καταγγελία.