αποδίδω

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source

Greek Monolingual

κ. -δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω)
1. δίνω πίσω, επιστρέφω
2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι
3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω
4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό
5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω
6. αντικαθιστώ λέξη ή φράση με άλλη συνώνυμή της, ερμηνεύω
7. θεωρώ κάτι ως χαρακτηριστικό κάποιου
8. καταλογίζω σε κάποιον κάτι
9. ανάγω κάτι σε κάτι άλλο
μσν.- νεοελλ.
1. ανταποδίδω, δίνω ως αντάλλαγμα
2. παρέχω σε κάποιον κάτι
3. εξαντλούμαι
4. καταλήγω, καταντώ
νεοελλ.
1. μεταφράζω
2. ερμηνεύω κείμενο μουσικό ή θεατρικό
μσν.
κληροδοτώ
αρχ.-μσν.
φρ. «ἀποδίδωμι λόγον» — δίνω λόγο, λογαριασμό για κάτι
αρχ.
Ι. 1. εξηγώ
2. βεβαιώνω κάτι
3. αυξάνομαι
4. επαναλαμβάνομαι
II. (-ομαι)
1. αναφέρομαι σε κάποιον άλλον όρο
2. παραχωρώ, χαρίζω κάτι
3. νοικιάζω
4. φρ. «ἀποδίδομαι τὴν εἰσαγγελίαν» — δέχομαι δώρα για ν' αποσύρω την καταγγελία.