εκάεργος

Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Greek Monolingual

ἑκάεργος, ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)
1. αυτός που ενεργεί από μακριά
2.Ἑκάεργος
(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει μακριά το τόξο
3. ἡ Ἑκαέργη (ως επίθ. της Αρτέμιδος).