τόξο

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

το / τόξον ΝΜΑ
1. επιθετικό όπλο για την εξακόντιση βελών, προϊστορικό εκηβόλο όπλο, το οποίο, σε συνδυασμό με το βέλος, αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα βαλλιστικά οπλικά συστήματα (α. «το τόξο της Αρτέμιδος» β. «τόξ' ὤμοισιν ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην», Ομ. Ιλ.)
2. αρχιτ. αψίδα, καμάρατόξο γέφυρας»)
3. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει καμπύλο, τοξοειδές σχήμα
4. φρ. «ουράνιο τόξο» — η ίριδα
νεοελλ.
1. μαθημ. οποιοδήποτε τμήμα μιας καμπύλης
2. μουσ. λεπτή ξύλινη ράβδος παράλληλα στην οποία είναι εφαρμοσμένη τεταμένη δέσμη τριχών και με την οποία τίθενται σε παλμική κίνηση οι χορδές διαφόρων μουσικών οργάνων, αλλ. δοξάρι
3. ανατ. ονομασία διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «αορτικό τόξο» β. «βραχιόνιο τόξο» γ. «τόξο σπονδύλου»)
4. (αθλ.) όργανο για την εκτέλεση του αγωνίσματος της τοξοβολίας
5. (ραδιοτεχν.) μορφή ήπιου ηλεκτρικού τόξου, το οποίο συνδέεται παράλληλα σε κυκλώματα ταλάντωσης για να μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλασσόμενο υψηλής συχνότητας και να δημιουργεί έτσι ηλεκτρικές ταλαντώσεις
6. φρ. α) «τόξο αστέρα»
αστρον. το τόξο του παράλληλου κύκλου που διαγράφει ένας αστέρας κατά την ημερήσια κίνησή του πάνω ή κάτω από τον ορίζοντα, το οποίο διακρίνεται σε ημερήσιο και σε νυκτερινό τόξο, αντίστοιχα
β) «βολταϊκό τόξο»
(ηλεκτρ.) το ηλεκτρικό τόξο
γ) «ηλεκτρικό τόξο»
(ηλεκτρ.) συνεχής ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ δύο ηλεκτροδίων από άνθρακα που βρίσκονται σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους και σε διαφορά δυναμικού 50 περίπου βολτ και άνω, συνοδευόμενη από έντονα φωτεινά φαινόμενα, αλλ. βολταϊκό τόξο
δ) «νησιωτικό τόξο» — βλ. νησιωτικός
ε) «τόξο σέλαος»
(γεωφ.-μετεωρ.) χαρακτηριστική δομή του πολικού σέλαος, που εκτείνεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά σε έκταση πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων
αρχ.
1. η τέχνη του να τοξεύει κανείς, η τέχνη του τοξότη («τόξων ἐϋ εἰδώς», Ομ. Ιλ.)
2. ιατρ. τοξοειδές, καμπύλο ανάκλιντρο που το χρησιμοποιούσαν στις εγχειρήσεις
3. μέρος άμαξας
4. στον πληθ. τὰ τόξα
α) τα βέλη
β) το τόξο και τα βέλη μαζί
5. (στη δοτ.) τόξῳ
κατά εικασία, υποθετικά («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων ἐφίξεται», Αισχύλ.)
6. φρ. α) «τόξα ἡλίου»
μτφ. οι ακτίνες του ήλιου (Ευρ.)
β) «ἀμπέλινα τόξα»
μτφ. οι συνέπειες της οινοποσίας (Πίνδ.)
γ) «τόξα λατάγων» — η καμπύλη που διαγράφει ένα υγρό καθώς χύνεται από δοχείο (Κριτί.)
δ) «τόξου ρῡμα»
μτφ. οι Πέρσες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική, και ειδικότερα από τη Σκυθική, άποψη που ενισχύεται από τη δεινότητα αυτών τών λαών στον χειρισμό του τόξου (πρβλ. μτγν. περσ. taχš «τόξο», καθώς και τα σκυθ. ανθρωπωνύμια Τόξαρις, Τάξακις). Η σύνδεση, ωστόσο, της λ. τόξον και του περσ. taxša- με το λατ. taxus «είδος δένδρου» δεν θεωρείται αρκετά πιθανή. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στους τ. tokosota, που αντιστοιχεί στο τοξότης, και tokosowoko, που αντιστοιχεί πιθ. σε τ. τοξοFοργός. Τέλος η λ. τόξον απαντά στον Όμ., παράλληλα με τον αρχαίο τ. βιός, τον οποίο αργότερα αντικατέστησε ολοκληρωτικά].