εντελής
From LSJ
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
Greek Monolingual
-ές (AM ἐντελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», Αριστοφ.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος
μσν.
φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος
αρχ.
1. (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῖς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)
2. οἱ ἐντελεῖς
αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.