ἐξοδιασμός

Revision as of 14:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἐξοδία, f.l. for ἐξιδιασμός, Plb.22.6.1.    II payment, Sammelb.4425 vi1 (ii A. D.), Artem.1.57, etc.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, 1) dasselbe, der Aufwand, Sp.; Belegung mit Abgaben, Artemidor. 1, 59. – 2) = ἐξοδία, Pol. 23, 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοδιασμός: ὁ, = ἐξοδία, Πολύβ. 23. 6, 1. ΙΙ. δαπάνη, ἔξοδον, Ἀρτεμίδ. 1. 59· - ὡσαύτως ἐξοδίασις, Θεοδώρ. 2. 13, σ. 609.

Greek Monolingual

και ξοδιασμός, ο (AM ἐξοδιασμός) εξοδιάζω
δαπάνη
αρχ.
εξοδία.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοδιασμός: ὁ Polyb. = ἐξοδία.