ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
το (Α ἐπίσαγμα) επισάττωεφίππιον, σάγμα, σαμάριαρχ.βάρος («τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος», Σοφ.).