ὑφορβός
English (LSJ)
ὁ,
A v. συφορβός, and add PPetr.2p.113 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1246] ὁ, wie συφορβός, ὑοφορβός, Sauhirt, Od. oft.
ὁ,
A v. συφορβός, and add PPetr.2p.113 (iii B.C.).
[Seite 1246] ὁ, wie συφορβός, ὑοφορβός, Sauhirt, Od. oft.