συφορβός
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
ὁ, (σῦς, φέρβω) swineherd, Il.21.282, Od.14.504, Theoc.16.54 (as v.l.), Plu.Rom.6; in Prose συοφορβός (q.v.):—Hom. also uses ὑφορβός, δῖος ὑφορβός Od.14.413, cf. 3, al.—Noted as not Att. by Thom.Mag.p.328 R.
German (Pape)
[Seite 1046] ὁ, wie ὑφορβός, Schweinehirt, Sauhirt, Il. 21, 282 Od. 14, 504.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
porcher.
Étymologie: σῦς, φέρβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συφορβός -ου, ὁ [σῦς, φορβή] varkenshoeder.
Russian (Dvoretsky)
σῠφορβός: ὁ свинарь, свинопас Hom., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σῠφορβός: ὁ, (σῦς, φέρβω) συβώτης, χοιροβοσκός, Ἰλ. Φ. 282, Ὀδ. Ξ. 504, Θεόκρ., Πλούτ.· παρὰ πεζογράφοις, συοφορβός, ὃ ἴδε. - Παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως εἶναι ἐν χρήσει ὁ τύπος ὑφορβός (ὡς καὶ ὗς ἀντὶ σῦς), ὁπόταν ἀπαιτῇ τοῦτο τὸ μέτρον, δῖος ὑφορβὸς Ὀδ. Ξ. 3, 413, κ. ἀλλ.· - Θωμ. ὁ Μάγιστρ. σελ. 812 σημειοῦται: «συβώτης Ἀττικοί, καὶ συβωτεῖν οὐ συφορβός, οὐδὲ συφορβεῖν».
English (Autenrieth)
(φέρβω): swineherd; παῖς, tending swine. (Od. and Il. 21.282.)
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. συοφορβός.
Greek Monotonic
σῠφορβός: ὁ (σῦς, φέρβω), χοιροβοσκός, σε Όμηρ.
Middle Liddell
σῠ-φορβός, οῦ, ὁ, [σῦς, φέρβω
a swineherd, Hom.
Translations
swineherd
Armenian: խոզապահ; Aromanian: purcar; Basque: txerrizain, urdezain; Belarusian: свінапас, свінар, свінарка; Bulgarian: свинар, свинарка; Catalan: porquerol, porquer; Dutch: varkenshoeder, zwijnenhoeder; Finnish: sikopaimen; French: porcher, porchère; Galician: porqueiro, porqueira; German: Schweinehirt, Schweinehirte, Schweinehirtin, Schweinehüter, Schweinehüterin; Ancient Greek: συβώτης, συβώτρια, συοβαύβαλος, συοβόσκης, συοβοσκός, συοτρόφος, συοφορβός, συφορβός, ὑοβοσκός, ὑοφορβός, ὑοβότης, ὑφορβός, χοιροβοσκός; Hungarian: kanász, kondás, disznópásztor; Irish: muicí; Old Irish: muccaid; Italian: porcaio; Latin: subulcus, porcarius; Macedonian: свињар, свињарка; Middle English: swynherde; Occitan: porquièr; Old East Slavic: свинопасъ; Old English: swīnhierde; Old Ruthenian: свинопасъ; Plautdietsch: Schwienshoad; Polish: świniopas, świniarz, świniarka; Portuguese: porqueiro, porcariço; Romanian: porcar, porcăreasă; Russian: свинопас, свинарь, свинарка; Serbo-Croatian Cyrillic: свѝња̄р, свиња̀рица; Roman: svìnjār, svinjàrica; Slovak: sviniar; Spanish: porquero, porquera; Swedish: svinaherde; Turkish: domuz çobanı; Ukrainian: свинопас, свинар, свинарка; Venetian: porchèr, porcàr; Welsh: meichiad