θανατάς

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο θάνατος («να σε φάει ο θανατάς»)
2. φρ. «είναι του θανατά» — είναι ετοιμοθάνατος, πεθαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κατάλ. -ας (πρβλ. μυλων-άς, σιδερ-άς, ψωμ-άς)].