θηριοθήρας: -ου, = θηροθήρας, Βυζ.
θηριοθήρας, ὁ (Α)βλ. θηροθήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -θήρας (< θήρα), πρβλ. λαθρο-θήρας, φαλαινο-θήρας].