ο (ΑΜ Θρᾷξ, -ακός και Θρῆϊξ, -ήϊκος και Θρῇξ, -ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα)ο κάτοικος της Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].