Θρᾷξ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
Θρᾳκός, ὁ, Thracian: Ep. and Ion. Θρήϊξ, ϊκος [ῐ, but ῑ in Nic.Th.49, Call.Aet.Oxy.2079.13, A.R.1.24,632, etc.], Il.4.533, Hdt.1.28, etc.: Ep. and Trag. contr. Θρῇξ, Θρῃκός, Il.24.234, etc., to be read for Θρᾷξ in E.Hec.428, Fr.360.48; Ion. dat. pl. Θρήϊξιν Archil.Supp.4.48:—fem. Θρᾷσσα (q.v.).
French (Bailly abrégé)
ακός (ὁ) :
adj.
de Thrace, Thrace ; οἱ Θρᾷκες les Thraces.
Russian (Dvoretsky)
Θρᾷξ: ᾳκός, эп.-ион. Θρῆϊξ, ϊκος, ион. тж. Θρῇξ или Θρῄξ, Θρῃκός (dat. pl. Θρῃξί) ὁ фракиец, житель или уроженец Фракии Hom., Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Θρᾷξ: Θρᾳκός, ὁ, κάτοικος τῆς Θρᾴκης, Ἰων. Θρῆϊξ, ϊκος, πληθ. Θρήϊκες, Ἰλ. Δ. 533, κτλ., Ἡρόδ. 1. 28, κτλ.· Ἐπικ. συνῃρ. Θρῇξ, Θρῃκός, Ἰλ. Ω. 234, κτλ., καὶ οὕτω πιθ. ἀείποτε παρὰ Τραγ., ἐπειδὴ ἐν Εὐρ. Ἑκ. 428, Ἀποσπ. 362, 48, γραπτέον Θρῃξί, Θρῇξ ἀντὶ Θρᾳξί, Θρᾷξ: - θηλ. Θρᾷσσα, ὃ ἴδε. τὸ ι ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι Θρήῑκος, Θρήῐκες, βραχὺ Ὅμ.· ἀλλὰ Θρήῑκες ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 24, Ζ. 32, κτλ. μακρόν.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ Θρᾷξ, -ακός και Θρῆϊξ, -ήϊκος και Θρῇξ, -ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα)
ο κάτοικος της Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
Θρᾷξ: Θρᾳκός, ὁ, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη· Ιων. Θρηΐξ, -ΐκος, πληθ. θρηΐκες [ῐ], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., κ.λπ.· Επικ. συνηρ. Θρῇξ, Θρῃκός, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., κλπ.
Middle Liddell
Θρᾷξ, Θρᾳκός, ὁ,
a Thracian; ionic Θρηΐξ, ΐκος, pl. Θρηΐκες [ῐ], Il., Hdt., etc.; epic contr. Θρῇξ, Θρῃκός, Il., Trag., etc.
Frisk Etymology German
Θρᾷξ: -κός, ep. ion. Θρῆϊξ, -ικος (selten und sekundär -ικος), auch Θρῇξ, -κός (Chantraine Gramm. hom. 1, 107)
{Thrāĩks}
Forms: f. Θρᾷσσα, -ττα, Θρῇσσα, Θρήισσα, Θρέισσα, Θράισσα Thrakerin (ion. att. dor.), auch als Fischname, s. bes.
Grammar: m.
Meaning: Thraker, thrakisch (seit Il.);
Derivative: Davon Θρᾷκη, Θρηΐκη, Θρῄκη Thrakien (seit Il.); Θρᾴκιος usw. thrakisch (seit Il.), -ικός ib. (Luk.); Θρᾳκίας m. N. des N.-N.-W.-Windes (Arist. u. a.; auch Θρασκίας); θρᾳκίζω thrakisch sprechen (A. D.).
Etymology: Zum Vokalismus im allg. Björck Alpha impurum 354f. Etymologie unbekannt. Kretschmer Glotta 24, 39ff. erwägt Zusammenhang mit dem Flußnamen Τραῦος (Hdt. 7, 109; Zufluß des Bistonis- Sees) und dem skythischen (od. thrakischen) Volksnamen Τραυσοί (Hdt. 5, 3, St. Byz., H. u. a.). Nach Kretschmer Glotta 26, 56 gehört hierher auch der Windname Θρασκίας (Kreuzung von Θραικ- und Τραυσκ-?).
Page 1,679