θυμαίνω

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Ep.impf.

   A θυμαίνεσκον A.R.3.1326: (θυμός):—to bewroth, angry, Hes.Sc.262, Ar.Nu.610; τινι at one, ib.1478, Eup.191.

German (Pape)

[Seite 1222] zürnen; ὄμμασι θυμήνασαι Hes. Sc. 262; τινί, auf Jemand, Ar. Nubb. 1478. Das med. bei Hesych. erkl. ὀργίζεται.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, (θυμὸς) ὀργίζομαι, θυμώνω, ὄμμασι θυμήνασαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 262, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 609· τινί, ἐναντίον τινός, αὐτόθι 1478, Εὔπολ. ἐν Μαρ. 21.

French (Bailly abrégé)

être irrité, τινι contre qqn.
Étymologie: θυμός.

Greek Monolingual

θυμαίνω (ΑΜ) θυμός (ενεργ
και μέσ.) οργίζομαι, θυμώνω.

Greek Monotonic

θῡμαίνω: μέλ. -ᾰνω (θυμός), είμαι οργισμένος, θυμωμένος, σε Ησίοδ., Αριστοφ.