ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α)λοιδορητικός, σκωπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. -υλος (πρβλ. στρογγ-ύλος, στωμ-ύλος)].