τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
ἰοῦμαι, -όομαι (Α) [ιός (ΙV)]1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, -όωκαθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι.