εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ηαγορά στην οποία πωλούνται κυρίως αλιεύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -αγορά (< ἀγορά), πρβλ. κρεατ-αγορά, ψαρ-αγορά].