οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
ἰοδερκής, -ές (Α)αυτός που έχει μενεξεδιά μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυ-δερκής, παν-δερκής].