πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
[Seite 1327] ἡ, komisches fem. zu κάρδοπος, von Ar. Nubb. 668 gebildet.
καρδόπη, ἡ (Α)βλ. κάρδοπος.
καρδόπη: ἡ шутл. Arph. = κάρδοπος.