καρποφορία

Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ,

   A fruit-bearing, Ocell.4.9 (pl.), Ph.1.105, Cod.Just. 1.3.38.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1329] ἡ, das Fruchttragen, die Fruchtbarkeit, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρποφορία: ἡ, ἡ παραγωγὴ καρποῦ, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 3, Φίλων 1. 105, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM καρποφορία) καρποφόρος
η παραγωγή καρπών, η γονιμότητα, η ευφορία.

Russian (Dvoretsky)

καρποφορία: ἡ плодоношение, плодородие Arst.