καρποφόρος
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
(parox.), ον, fruit-bearing, fruitful, of trees, Hdt. 1.193, 2.156, X.Cyr.6.2.22, etc.; of lands, Λιβύα, πεδία, Pi.P.4.6, E. Hel.1485 (lyr.); τῇ κ. γαίῃ Sammelb.6598 (iii A. D.), al.; of Demeter, τὴν κ. βασίλειαν Ar.Ra.384 (lyr.), cf. Paus.8.53.7, CIG4082 (Pessinus), IG12(5).226 (Paros), SIG820.5 (Ephesus, i A. D.): hence of Agrippina, IG12(2).212 (Mytilene), IGRom.4.1300 (Aeolis, in fem. -φόρα); κ. καιροί Act.Ap.14.17.
German (Pape)
[Seite 1329] fruchttragend, fruchtbar; Λιβύη Pind. P. 4, 6; ἄρουραι N. 6, 9; πεδία, γύαλα, Eur. Hel. 1501 I. T. 1235; φοίνικες Xen. Cyr. 6, 2, 22; Sp. Bei Paus. 8, 53, 7 heißt so Δημήτηρ καὶ Κόρη.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte ou produit des fruits, en gén. fécond.
Étymologie: καρπός, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρποφόρος [καρπός, φέρω] vruchtdragend, vruchtbaar.
Russian (Dvoretsky)
καρποφόρος:
1 плодоносный, плодородный (Λιβύη, ἄρουραι Pind.; πεδία Eur.; γῆ, ὧραι Plut.; καιροί NT);
2 плодовитый (φοίνικες Xen.);
3 взращивающий обильные урожаи (Δημήτηρ Arph.).
English (Slater)
καρποφόρος, -ον fruit bearing καρποφόρου Λιβύας (P. 4.6) καρποφόροις ἀρούραισιν (N. 6.9)
English (Strong)
from καρπός and φέρω; fruitbearing (figuratively): fruitful.
English (Thayer)
καρποφόρον (καρπός and φέρω), fruit-bearing, fruitful, productive: Pindar, Xenophon, Theophrastus, Diodorus, the Sept..)
Greek Monolingual
-ο θηλ. και -α (AM καρποφόρος, -ον)
αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ο αποτελεσματικός
2. ο επικερδής, ο ωφέλιμος
αρχ.
1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά προϊόντα («καρποφόρου Λιβύας», Πίνδ.)
2. αυτός που κάνει προσφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, μισθοφόρος.
Greek Monotonic
καρποφόρος: -ον (φέρω), καρποφόρος, εύφορος, γόνιμος, καρπερός, λέγεται για δέντρα, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για χώρες, σε Πίνδ., Ευρ.· λέγεται για τη Δήμητρα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καρποφόρος: -ον, φέρων καρπόν, κάρπιμος, ἐπὶ δένδρων, Ἡρόδ.1. 193., 2. 156, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 22, κτλ.· ἐπὶ χωρῶν, Πινδ. Π. 4. 11, Εὐρ. Ἑλ. 1485, κτλ.· ἐπὶ τῆς Δήμητρος, τὴν καρποφόρον βασίλειαν Ἀριστοφ. Βάτρ. 382, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2175, 2384f (προσθῆκαι), 4082· καὶ θηλ. καρποφόρα ἀπαντᾷ αὐτόθι 2528.
Middle Liddell
καρπο-φόρος, ον φέρω
fruit-bearing, fruitful, of trees, Hdt., Xen.; of lands, Pind., Eur.; of Demeter, Ar.
Chinese
原文音譯:karpofÒroj 卡而坡-賀羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:果實-攜帶(著)
字義溯源:結果子,果實豐富,豐;由(καρπός)*=果實)與(φέρω)*=負擔,背)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 豐(1) 徒14:17
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό καρπός + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό καρπός: κάρπιμος, καρπεύω, καρπεία (=κάρπωση), καρπίζω, καρπισμός, καρποῦμαι (=ἀπολαύω), κάρπωμα, κάρπωσις, καρπώσιμος, καρπωτός, ἀκάρπωτος, κρώπιον (=δρεπάνι).
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний