κεραστός

Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A mixed, mingled, APl.4.83.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστός: -ή, -όν, μεμιγμένος, ἀναμεμιγμένος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 83.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: κεράννυμι.

Greek Monolingual

κεραστός, -ή, -όν (Α) κεράννυμι
αναμεμιγμένος.

Greek Monotonic

κεραστός: -ή, -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.