κεραστός
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
κεραστή, κεραστόν, mixed, mingled, APl.4.83.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: κεράννυμι.
German (Pape)
adj. verb. zu κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κεραστός: adj. verb. к κεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστός: -ή, -όν, μεμιγμένος, ἀναμεμιγμένος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 83.
Greek Monolingual
κεραστός, -ή, -όν (Α) κεράννυμι
αναμεμιγμένος.
Greek Monotonic
κεραστός: -ή, -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.