κλαρία

From LSJ
Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek (Liddell-Scott)

κλαρία: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρία, τά, συγγραφὴ χρεωστική, «ὁμόλογον», Πλουτ. Ἆγις 13.

French (Bailly abrégé)

v. κληρίον.

Greek Monolingual

κλαρία ή, δ. γρφ., κλάρια, τὰ (Α) κλάρος
γραπτές ομολογίες χρέους, χρεωστικά έγγραφα, χρεώγραφα («τὰ παρὰ τῶν χρεωστῶν γραμματεῑα... ἅ κλαρία καλοῡσι», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

κλᾱρία: τά [дор. pl. к κληρίον долговая книга, список задолженности Plut.