κλειθρίον
English (LSJ)
τό, Dim. of κλεῖθρον, Hero Aut.9.5, al.
German (Pape)
[Seite 1447] τό, dim. von κλεῖθρον, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
κλειθρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλεῖθρον, Ἥρων. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 251.
Greek Monolingual
κλειθρίον, τὸ (Α)
μικρή κλειδαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. κλαδ-ίον, στρουθ-ίον].