κοκαΐνη
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
Greek Monolingual
η
(φαρμ.) λευκό κρυσταλλικό αλκαλοειδές, το γνωστό ναρκωτικό, που εξάγεται από τα φύλλα του θάμνου κόκα και χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό —βλεννογόνων τών ματιών, της μύτης και του φάρυγγα— και ως υπεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος, πολύ επικίνδυνο λόγω της ισχυρής ψυχικής εξάρτησης που προκαλεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cocaine < coca (ισπ. coca) + -ine. H λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].