ἡ, fem. of κουρεύς, κουρευτής, Plu.Ant.60.
κουρεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κουρεύς, κουρευτής, Πλουτ. Ἀντών. 60.
ας (ἡ) :fém. c. κουρεύς.
κουρεύτρια, ἡ (Α)βλ. κουρευτής.
κουρεύτρια: ἡ, θηλ. του κουρεύς, σε Πλούτ.