Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιόφθιση

From LSJ
Revision as of 13:59, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

η
ιατρ. μαλάκυνση ορισμένων ζωνών τών οστών του κρανίου λόγω καθυστερήσεως της οστεοποιήσεώς τους, αλλ. κρανιομαλακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. craniotabes < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + tabes (< λατ. tabes)].