ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
λαβροφαγῶ, -έω (Α)
τρώγω με βουλιμία, τρώγω λαίμαργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. καρπο-φαγώ, ξηρο-φαγώ].